Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χλώρασμα — άσματος, τὸ, Α [χλωραίνομαι] χλωρότητα … Dictionary of Greek
χλόασμα — το, ΝΑ [χλοάζω] ιατρ. τοπική υπέρχρωση τού δέρματος υπό μορφή καστανών κηλίδων ή πλακών, που εντοπίζονται κυρίως στο πρόσωπο αρχ. εσφ. γρφ. τού χλώρασμα … Dictionary of Greek